- ἀστύφελος
- ἀστύφελοςnot ruggedmasc nom sgἀστύφελοςnot ruggedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστύφελος — ἀστύφελος, ον (Α) [στυφελός] αυτός που δεν είναι τραχύς ή πετρώδης … Dictionary of Greek
ἀστύφελον — ἀστύφελος not rugged masc acc sg ἀστύφελος not rugged neut nom/voc/acc sg ἀστύφελος not rugged masc/fem acc sg ἀστύφελος not rugged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφέλης — ἀστύφελος not rugged fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)